- συμπροφέρω
- συμ-προ-φέρω, zusammen vorbringen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμπροφέρω — ΝΜΑ [προφέρω] προφέρω συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, συνεκφωνώ μσν. αρχ. φέρνω κάτι προς τα εμπρός μαζί με κάτι άλλο αρχ. εμπεριέχω, περιλαμβάνω … Dictionary of Greek
συμπροφορά — η, Ν [συμπροφέρω] συνεκφώνηση φθόγγων … Dictionary of Greek
συνεκφέρω — ΝΑ νεοελλ. (σχετικά με λέξεις ή φθόγγους) εκφωνώ μαζί, συμπροφέρω αρχ. 1. εκφέρω μαζί, ιδίως για ενταφιασμό, συνοδεύω την κηδεία κάποιου 2. παρακολουθώ κηδεία 3. εκφράζω μαζί ή συγχρόνως («συνεκφέρειν τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν», Πλούτ.) 4. αποβάλλω… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek